φαινακετίνη

φαινακετίνη
φαινασετίνη фарм, η фенацетин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαινακετίνη" в других словарях:

  • φαινακετίνη — και φαινασετίνη, η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης ακετοφαινετιδίνη ή π αιθοξυακετανιλίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phenacetin < phen (< φαίνω) + acetin (βλ. ακετίνη). Ο τ. φαινασετίνη μαρτυρείται από το 1897… …   Dictionary of Greek

  • φαινασετίνη — η, Ν βλ. φαινακετίνη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»